- γουστάρω
- (λ. ιταλ.), γούσταρα και γουστάρισα1. επιθυμώ κάτι: Γουστάρω να φάω μια σοκολάτα.2. με ευχαριστεί, μου αρέσει: Γουστάρω να πηγαίνω σ’ αυτό το εστιατόριο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.